- σκαρφαλωτός
- η , ό вскарабкавшийся, влезший, взобравшийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαρφαλωτός — ή, ό, Ν [σκαρφαλώνω] αυτός που έχει ανέβει σε κάποιο ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών του («τόν βρήκε σκαρφαλωτό πάνω στη μουριά»). επίρρ... σκαρφαλωτά με τρόπο σκαρφαλωτό … Dictionary of Greek