σκαρφαλωτός

σκαρφαλωτός
η , ό вскарабкавшийся, влезший, взобравшийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκαρφαλωτός" в других словарях:

  • σκαρφαλωτός — ή, ό, Ν [σκαρφαλώνω] αυτός που έχει ανέβει σε κάποιο ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών του («τόν βρήκε σκαρφαλωτό πάνω στη μουριά»). επίρρ... σκαρφαλωτά με τρόπο σκαρφαλωτό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»